- ἀναμαρτήτων
- ἀναμάρτητοςmaking no mistakemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безгрѣшьныи — (37) пр. Безгрешный, непорочный: Повелѣваѥть правило. сщ҃нкомъ безгрѣшномъ быти. і не імѣти. зазора грѣховн(а)го. КР 1284, 54а; и сп҃си мѩ грѣшнаго. ˫ако ты ѥдинъ ѥси безъгрѣшенъ ѡбразъ и и [так!] сиѩниѥ бл҃гвнаго ѡц҃а. СбЯр XIII, 222 об.; тѣло… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ψευδοκλημέντια — Oνομασία που δόθηκε από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς σε κείμενο ιουδαΐζουσας αίρεσης του 3ου αι. Τα ψ. διασώθηκαν έως τις μέρες μας σε 2 εκδόσεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους, από τις οποίες η μία στην ελληνική με τον τίτλο Ομιλίαι η δε άλλη στη… … Dictionary of Greek